εύθυμος

εύθυμος
-η, -ο
1. αυτός που έχει καλή, χαρούμενη ψυχική διάθεση, αλλ. χαρούμενος.
2. αστείος, κωμικός: Εύθυμος τύπος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Εὔθυμος — kind masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύθυμος — η, ο (ΑΜ εὔθυμος, ον) 1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, ο ευδιάθετος 2. αυτός που προκαλεί ευθυμία, ο αστείος («εύθυμα λόγια») νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε ελαφρά μέθη, ο κεφάτος μσν. γενναίος («ἄπιθι, τέκνον εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις ὅλως»,… …   Dictionary of Greek

  • εὔθυμος — εὔθῡμος , εὔθυμος kind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Евфим — (Εΰθυμος) ηнаменитый кулачный боец, родом из италийских Локр, одерживавший победы в Олимпии в 74, 76 и 77 Олимпиады (484 472 гг. до Р. Х.). Пьедестал его статуи найден при раскопках Олимпии. Личность Е. стала достоянием легенды. Рассказывали, что …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Εὐθύμοις — Εὔθυμος kind masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐθύμοισιν — Εὔθυμος kind masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐθύμου — Εὔθυμος kind masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐθύμους — Εὔθυμος kind masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐθύμων — Εὔθυμος kind masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐθύμως — Εὔθυμος kind masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”